- νεραϊδόπαρμα
- το, -ατοςφρενοβλάβεια που πιστεύεται πως την προκαλούν νεράιδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεραϊδόπαρμα — το [νεραϊδοπαίρνω] (λαογρ.) τρέλα που οφείλεται στη δαιμονική επίδραση νεράιδας … Dictionary of Greek